ομφαλός

ομφαλός
ο (ΑΜ ὁμφαλός)
1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου
2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς θηλείας», Πλάτ.)
3. ο ομφάλιος λώρος, η ομφαλίδα
4. μτφ. το κεντρικό σημείο, το κέντρο, το μέσο (α. «ομφαλός τής Γης» — οι Δελφοί, σύμφωνα με την αντίληψη τών αρχαίων
β. «τής ἐρήμου καταλαμβάνει τον όμφαλόν», Μηναί.)
νεοελλ.
1. η ουλή που απομένει στο τοίχωμα τής κοιλιάς μετά την απόπτωση τού ομφάλιου λώρου
2. αρχιτ. α) το κέντρο τών τεταρτοκυκλίων τής ιωνικής σπείρας
β) ο κεντρικός κυκλίσκος από τον οποίο εκφύονται οι έλικες τού ιωνικού κιονοκράνου, αλλ. οφθαλμός ή άξονας
μσν.
ο μίσχος τού σύκου
αρχ.
1. κύρτωμα ή κόσμημα στο μέσο τής ασπίδας
2. προεξοχή ή μικρό καρφί πάνω στον ζυγό για πρόσδεση με το ζυγόδεσμο
3. πώμα που έκλεινε στα λουτρά την οπή από την οποία χύνονταν τα ακάθαρτα ύδατα
4. το σημείο τού άνθους όπου βρίσκεται ο σπόρος
5. εξόγκωμα τής κηκίδας τής δρυός
6. το κέντρο στρατεύματος
7. ο κεντρικός λίθος αψίδας ή θόλου
8. θόλος, τύμβος, τάφος
9. στον πληθ. οἱ ὀμφαλοί
τα κοσμήματα στο καθένα από τα δύο άκρα τής ράβδου, γύρω από την οποία τυλίγονταν τα βιβλία σε σχήμα κυλίνδρου
10. φρ. «γῆς ὀμφαλός» — το φυτό κοτυληδών το κυμβάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει μεγάλη ποικιλία μορφών στις διάφορες γλώσσες, γεγονός που εξηγείται από τον λαϊκό χαρακτήρα της. Η λ. ὀμφαλός αντιστοιχεί, μεταξύ άλλων, προς λατ. umbilicus «ομφαλός», αρχ. ιρλδ. imbliu, λατ. umbo, ōnis «ομφαλός ασπίδας, πτυχή τηβέννου, αγκώνας, άμβωνας», αρχ. άνω γερμ. amban «μεγάλη κοιλιά», αρχ. σαξ. ambon «κοιλιακός» (για την εναλλαγή τών επιθημάτων με -λ- και -ν-, πρβλ. αγκάλη: αγκών), αρχ. ινδ. nābhi- «ομφαλός», λεττον. naba «ομφαλός», αρχ. άνω γερμ. nabalo «ομφαλός», αγγλοσαξ. nafu «κέντρο ρόδας», nafela «ομφαλός». Η μελέτη τών τύπων αυτών οδηγεί σε δύο διαφορετικές μορφές τής ίδιας ρίζας: α) *embh
/ *ombh- (πρβλ. ομφαλός, λατ. umbo)
β) *nobh- (πρβλ. αρχ. ινδ. nābhi-) (βλ. και λ. όνομα). Σύμφωνα με μία άποψη, οι λέξεις αυτές ανάγονται σε ρίζα με αρκτικό λαρυγγικό φθόγγο, η οποία έλαβε δύο μορφές: α) *ә3embh-, απ' όπου τα ομφαλός, αρχ. άνω γερμ. amban, λατ. umbilicus
και β) ә3nobh- απ' όπου τα αρχ. άνω γερμ. naba, αρχ. πρωσ. nabis. Κατ' άλλη άποψη, αρχική ρ. πρέπει να θεωρηθεί η ρ. *nebh- / *nobh- / *nbh- (χωρίς λαρυγγικό φθόγγο), τής οποίας την ετεροιωμένη βαθμίδα *nobh- εμφανίζει η ελλ. λ. ὀμφαλός: *-νοφ-αλος με προθεματικό φωνήεν - (πρβλ. -νομα) και κατόπιν συγκοπής τού φωνήεντος τής ρίζας *-νφ-αλος. Σύμφωνα με την ίδια θεωρία, οι γερμ. λ. (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. amban «μεγάλη κοιλιά», αρχ. σαξ. ambon «κοιλιακός»)δεν πρέπει να ενταχθούν στην ίδια οικογένεια λ., λόγω τής διαφορετικής σημασίας τους. Τέλος, η λ. ὀμφαλός εμφανίζει επίθημα -αλ-ος, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. τού καθημερινού λεξιλογίου που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. αγκ-άλ-η, κεφ-αλ-ή, μασχ-άλ-η).
ΠΑΡ. ομφαλίδα(-ίς), ομφαλικός, ομφάλιος, ομφαλώδης, ομφαλωτός
αρχ.
ομφαλιστήρ, ομφαλόεις
νεοελλ.
ομφαλίτιδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ομφαλοειδής, ομφαλοτόμος
αρχ.
ομφαλόκαρπος
μσν.- νεοελλ.
ομφαλόψυχος
νεοελλ.
ομφαλεκτομή, ομφαλεπίδεσμος, ομφαλόδεσμος, ομφαλοθρυψία, ομφαλοκήλη, ομφαλοκυστικός, ομφαλομαντεία, ομφαλομεσεντερικός, ομφαλοπρόπτωση, ομφαλορραγία, ομφαλόρροια, ομφαλοσκόπος, ομφαλοτρίπτης, ομφαλοτριψία, ομφαλοφλεβίτιδα. (Β συνθετικό) εξόμφαλος
αρχ.
βαλανειόμφαλος, δωδεκόμφαλος, μεσόμφαλος, μονόμφαλος, ορθόμφαλος, πνευματόμφαλος, πολυόμφαλος, υδρόμφαλος, χρυσόμφαλος
νεοελλ.
ανόμφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομφαλός — ομφαλός, ο και αφαλός, ο 1. μικρό κοίλωμα στο μέσο της κοιλιάς απ όπου ξεκινά ο ομφάλιος λώρος του εμβρύου και απ όπου τρέφεται τούτο, αλλ. αφάλι. 2. φρ., «Μου λύθηκε ο αφαλός από το γέλιο», γέλασα πολύ. «Θα σου λύσω τον αφαλό στο ξύλο», θα σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὀμφαλός — nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλός — navel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Омфал — (Όμφαλος греч. пуп ) по греческому сказанию, упавший с неба камень (метеорит) в Дельфах, означавший середину, как бы пуп земли, представлявшейся в виде плоского щита; хранился в святилище Аполлона и почитался как божество, обвивался повязками,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ОМФАЛ —    • Όμφαλός,        1. umbo, шишка, остроконечное возвышение посередине щита, ε̉πομφάλιον, которое делалось частью для того, чтобы по его бокам скользили стрелы, частью же им наносили удары в рукопашной схватке;        2. так называют греческие… …   Реальный словарь классических древностей

  • ὀμφαλοῖς — ὀμφαλός navel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλοί — ὀμφαλός navel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλοῦ — ὀμφαλός navel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλούς — ὀμφαλός navel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλῶν — ὀμφαλός navel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”